φλογόφθαλμος

φλογόφθαλμος
η , ο имеющий горящие глаза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φλογόφθαλμος" в других словарях:

  • φλογόφθαλμος — η, ο, Ν αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + οφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • φλογόφθαλμος — η, ο αυτός που έχει μάτια φλόγινα, αυτός που τα μάτια του πετούν φλόγες: Στοιχειά φλογόφθαλμα (Γ. Βιζυηνός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»